θέλοι

θέλοι
θέλοῑ , ἐθέλω
to be willing
pres opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εννεύω — ἐννεύω (Α) [νεύω] 1. κάνω νεύμα, νόημα, δίνω σημάδι σε κάποιον 2. ρωτώ με νεύματα («ἐνένευον δὲ τῷ πατρὶ αὐτοῡ τὸ τὶ ἄν θέλοι καλεῑσθαι αὐτόν», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • σπερμολόγος — ο, η / σπερμολόγος, ον, ΝΜΑ, και σπερματολόγος, ον Α αυτός που συγκεντρώνει και διαδίδει ανεξέλεγκτες πληροφορίες και κακόβουλες φήμες (α. «είναι ένας αδίστακτος σπερμολόγος» β. «τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν;», ΚΔ γ. «σπερμολόγος,… …   Dictionary of Greek

  • Λορεντζάτος, Ζήσιμος — (Αθήνα 1915 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη δοκιμιογραφία, την ποίηση και τη μετάφραση ξένων λογοτεχνών. Πραγματοποίησε την πρώτη του εμφάνιση στον χώρο των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”